Translate

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Βια και Επανασταση


Βία και Επανάσταση
I. Βία
«Ήταν ο εχθρός και ήταν οι Αυστριακοί. Άνθρωποι, στρατιώτες σαν κι εμάς, καμωμένοι όπως εμείς, με στολές όπως εμείς, οι οποίοι εκείνη τη στιγμή κινούνταν, μιλούσαν κι έπιναν τον καφέ τους, ακριβώς όπως έκαναν πίσω μας, εκείνη την ίδια στιγμή, οι δικοί μας συμπολεμιστές. Παράξενο πράγμα. Μια τέτοια ιδέα δεν μου είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό […] Ο Αυστριακός αξιωματικός άναψε τσιγάρο. Προς το παρόν κάπνιζε. Αυτό το τσιγάρο δημιούργησε μιαν απρόβλεπτη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα. Μόλις είδα τον καπνό ένιωσα μέσα μου κι εγώ την επιθυμία να καπνίσω. Αυτή η επιθυμία με έκανε να σκεφτώ ότι κι εγώ επίσης είχα τσιγάρα. Τούτο διήρκεσε μια στιγμή. Η πράξη της σκόπευσης από μηχανική μετατράπηκε σε λογική. Θα πρέπει να σκέφτηκα ότι σημάδευα με το όπλο και σημάδευα κάποιον. Ο δείκτης που άγγιζε της σκανδάλη χαλάρωσε. Σκεφτόμουν. Ήμουν υποχρεωμένος να σκεφτώ […] Είχα απέναντί μου έναν αξιωματικό, ανύποπτο για τον κίνδυνο που τον απειλούσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να αστοχήσω. Θα μπορούσα να ρίξω χίλιες φορές απ’ αυτήν την απόσταση, χωρίς να αστοχήσω ούτε μία φορά. Έφτανε να πιέσω τη σκανδάλη: Θα σωριαζόταν στο έδαφος. Η βεβαιότητα ότι η ζωή του εξαρτιόταν από τη θέλησή μου με έκανε να διστάσω. Είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο, έναν άνθρωπο! Έναν άνθρωπο! Διέκρινα τα μάτια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Το φως της αυγής που γινόταν πιο φωτεινό κι ο ήλιος ετοιμαζόταν να βγει πίσω από τις κορφές των βουνών. Να ρίξω έτσι, από μερικά βήματα απόσταση, πάνω σ’ έναν άνθρωπο… σαν να ήταν αγριόχοιρος!»[1]
Το μανιχαϊκό σύμπαν καταρρέει εκεί που ο Άλλος γίνεται ένας άνθρωπος σαν εμάς, εκεί που τα ιδεολογικά στερεότυπα αποδομούνται, εκεί που μπαίνουμε για λίγο στη θέση του άλλου και βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια του, διαπιστώνοντας ότι μιλάμε αμφίπλευρα για ανθρώπινα μάτια που μοιράζονται κατά βάθος έναν τρόπο να κοιτάζουν τα πράγματα, κατά βάθος έναν τρόπο να κατοικούν τον κόσμο. Η ανακάλυψη αυτής της ταυτότητας αποτελεί την προϋπόθεση της ανακάλυψης της διαφοράς, της ετερότητας. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε πως η ύπαρξη που βρίσκεται απέναντί μας είναι ένας άνθρωπος όπως εμείς και ταυτοχρόνως ένας άνθρωπος διαφορετικός από μας. Η βία είναι από τη φύση της φασιστική, γιατί αποκρίνεται στο ανοικτό ερώτημα του Άλλου με τη λογική της εξολόθρευσης· καταφάσκει την ορμή του Θανάτου και όχι την ορμή της Ζωής. Ο βαθύς σημασιακός πυρήνας της βίας είναι αυτός της εκμηδένισης του Άλλου, της αναίρεσης της ανθρωπινότητάς του, της εξαφάνισής του. Η ψυχική συνθήκη πάνω στην οποία βασίζεται είναι η επιστροφή στην κατάσταση της παντοδυναμίας του μονήρους πυρήνα της ψυχής, εκεί που κάθε ετερότητα, κάθε εξωτερικότητα, εγκολπώνεται σε ένα «αίσθημα που είναι άμεσα παράσταση (του εαυτού) και πρόθεση άχρονης παραμονής αυτής της “κατάστασης”»[2].
Το κακό πρέπει να το αναζητάμε πρώτα μέσα μας. Οι άνθρωποι είμαστε γκρίζες υπάρξεις, λέει ο Ρομαίν Γκαρύ, ικανές ταυτοχρόνως για το πιο μεγάλο καλό και το πιο μεγάλο κακό. Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα ηθικά αναποφάσιστο, λέει ο Τσβετάν Τοντόροφ. Το κακό είναι κοινότοπο, λέει η Χάννα Άρεντ, ανθίζει δίπλα μας και μέσα μας. Ο Χίτλερ ήταν άνθρωπος και όχι τέρας, λέει ο Εντγκάρ Μορέν, οφείλουμε να μην του στερήσουμε την ανθρωπινότητά του, την πολυπλοκότητά του. Δεν υπάρχουν φασίστες λοιπόν; Υπάρχουν φασιστικές πράξεις, επιλογές που κάνουμε εδώ και τώρα, εκεί και πάντα. Μετά υπάρχει η έξη, η δικαιολόγηση της απανθρωπιάς, η αδιαφορία, η ηθική αποκτήνωση, η παράδοση στο κακό, ο κυνισμός, η Μεγάλη Ιδέα. Υπάρχει πάντα όμως η δυνατότητα του καλού και του κακού, η ελευθερία.
Η μη βία είναι ένα χαμένο στοίχημα που οφείλουμε να παίζουμε πάντα, μια πρακτική που οφείλουμε να εφαρμόζουμε μέχρι τα έσχατα όριά της. «Επομένως, δεν θα πω ότι πρέπει να καταργήσουμε κάθε βία, θα ήταν ευχής έργο θεωρητικά, αλλά στην πραγματικότητα χίμαιρα. Λέω μόνο ότι πρέπει ν’ αρνηθούμε κάθε νομιμοποίηση της βίας, είτε αυτή η νομιμοποίησή της προέρχεται από το απόλυτο κρατικό συμφέρον είτε από μια απολυταρχική φιλοσοφία. Η βία είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτη και αδικαιολόγητη. Πιστεύω πως πρέπει να προστρέχουμε σ’ αυτήν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και να την περιορίζουμε στα δυνατά όρια»[3]. Κάθε προσφυγή στη βία είναι μια παραχώρηση στην απανθρωπιά. Η βία είναι ανεκτή –αλλά όχι ηθικά νόμιμη, ποτέ ηθικά νόμιμη– μονάχα στην περίπτωση που έρχεται να αποτρέψει, με τρόπο άμεσο, σαφή και προσδιορισμένο, μια άλλη, χειρότερη βία. Αυτό, ας το πούμε αρχή της ελάχιστης δυνατής βίας[4].
Αν ορίσουμε την πολιτική βία ως τη βία που έχει αποκλειστικά πολιτικά κίνητρα και κατευθύνεται ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους απλώς και μόνο επειδή είναι αντίπαλοι, τότε η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική· γιατί δεν μας προφυλάσσει από καμιά χειρότερη βία, γιατί πολεμάει τις ιδέες με τα τσεκούρια και τις λαιμητόμους, γιατί είναι η απόλυτη έκφανση της εξόντωσης. Υπάρχει ένα συνεχές, που στη μια πλευρά έχει τη βία και στην άλλη την ανεκτικότητα.
II. Επανάσταση
«Επανάσταση είναι η ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, όσων θεσμών φυσικά εξαρτώνται από ρητή θέσμιση, με τη συλλογική δράση αυτής της κοινωνίας ή του μεγαλύτερου μέρους της»[5]. Αυτός ο ορισμός, υπέροχος ως υπεκφυγή για αυτό που συζητάμε εδώ, συγκαλύπτει την ιστορική πραγματικότητα της επανάστασης, το γεγονός πως «το κοινό σημείο που έχουν μεταξύ τους οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις είναι το ότι και τα δύο διέπονται από ωμή βία»[6]. Το σώμα της επανάστασης είναι φρανκενσταϊνικό, γιατί συνίσταται από αντιφατικά μέλη. Από την υπόσχεση της ανθρωπιάς του μέλλοντος καρφωμένη στην επικύρωση ή την υπερθεμάτιση της απανθρωπιάς του παρόντος, που αποτελεί την προϋπόθεση της εκπλήρωσης της προφητείας. Η Έλσα Μοράντε έλεγε πως ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά τα μέσα αποκαλύπτουν το σκοπό. Δεν υπάρχει άσπιλο μέλλον φτιαγμένο από τα υλικά του αίματος και του τρόμου. Η βία μολύνει και η βία φέρνει βία· η ταλάντωση του εκκρεμούς της βίας όλο και μεγαλώνει, λέει ο Πρίμο Λέβι. Μπορείς να πολεμήσεις τη βία μονάχα πηδώντας έξω από τον φαύλο κύκλο της.
Αν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο ή –ακόμα χειρότερα– αν θέλουμε οι ίδιοι οι άνθρωποι, ημών συμπεριλαμβανομένων, να αλλάξουν τον κόσμο, πρέπει πρώτα απ’ όλα να απαντήσουμε στο ζήτημα της βίας. Και δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείπουμε την ηθική στο όνομα της πολιτικής. «Η ηθική έχει αποστολή να αντισταθεί στον αμείλικτο χαρακτήρα που παίρνει η πολιτική όταν εγκαταλείπεται στον εαυτό της.»[7] Μονάχα το ανθρώπινο υποκείμενο, όσο αυτό δεν συγχωνεύεται μέσα στη μάζα, στο Κόμμα, στο Έθνος, στην Ιστορία, όσο διατηρεί την ανθρωπινότητά του, όσο διατηρεί ακέραιη την ηθική του υπόσταση, την καντιανή διερώτηση για το τι πρέπει να πράττει, μόνο αυτό μπορεί να μας προφυλάξει από τη βαρβαρότητα.
Πρέπει να σκεφτούμε κατά πόσο η ιδέα της επανάστασης, ως ένα ιστορικό φαινόμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας με βάση ανθρωπιστικές, δημοκρατικές και οικολογικές αξίες. Πρέπει να σκεφτούμε αν οι κοινωνίες αλλάζουν με τις Μεγάλες Νύχτες της Επανάστασης ή αν πρέπει να εγκαταλείψουμε τη σωτηριολογική και αποκαλυψιακή θεολογία –που περνάει από τον θεολογικό ιστορισμό του Ιωακείμ Φλώριου στον Χέγκελ, στον Μαρξ και κατόπιν σ’ εμάς. Πρέπει να σκεφτούμε την ιδέα της αλλαγής της κοινωνίας με βάση μια νέα οντολογία της κοινωνίας (αυτή της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας), οριστικά μακριά από τη θεωρία της πάλης των τάξεων, του οντολογικού καθορισμού συγκεκριμένων ταξικών ομάδων κ.λπ. Τότε ίσως διαπιστώσουμε πως η επανάσταση ως μια προσπάθεια βίαιου, απότομου και τελικά πυροτεχνηματικού μετασχηματισμού της κοινωνίας είναι όχι μόνο ανήθικη λόγω των μέσων που χρησιμοποιεί, αλλά και αναποτελεσματική, αφού η επιλογή του άλματος έναντι του μικρού βήματος δεν μπορεί να θεμελιώσει μια βαθιά και βιώσιμη αλλαγή, απελευθερώνει καταστροφικά ένστικτα, προωθεί ανορθολογικές πρακτικές, εκτονώνει γρήγορα την όποια δυναμική, εγκαθιδρύει νέες Μεγάλες Αλήθειες, ανοίγει το δρόμο στην ανάδυση των πρωτοποριών και αργά ή γρήγορα μας επιστρέφει στην πρότερη κατάσταση, αλλάζοντας μονάχα τους ρόλους, αλλά όχι τις δομές του κοινωνικού συστήματος.
Στα δικά μου τα μάτια, η ιδέα ενός σταδιακού μετασχηματισμού –ή μιας μεταμόρφωσης της κοινωνίας, κατά τον όρο του Εντγκάρ Μορέν– μοιάζει σήμερα πιο λογική και πρόσφορη, δεδομένου και του φιλελεύθερου χαρακτήρα των δυτικών καθεστώτων όπου ζούμε. Η αλλαγή των θεσμών της κοινωνίας πρέπει να βασίζεται στην αλλαγή της κουλτούρας των ανθρώπων. Γιατί αυτή η αλλαγή της κουλτούρας αποτελεί το μοναδικό εχέγγυο για τη βιωσιμότητα ενός νέου τύπου θέσμισης της κοινωνίας. Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, παρά μόνο αλλάζοντας τους εαυτούς μας· το αντίστροφο έπεται. Διαφορετικά, μπορούμε να αφήσουμε διάφορες δηλωμένες ή αδήλωτες πρωτοπορίες, εξ ορισμού λενινιστικές, να τον αλλάξουν για μας. Και έτσι να επιβεβαιώνουμε τα πρότυπα του μάτσο, σκληροτράχηλου επαναστάτη, του φωτισμένου ηγέτη, του στρατευμένου μονοδιάστατου ανθρώπου, του μέλους του Κόμματος, της μάζας κ.λπ. Αλλά αυτός είναι μονάχα ένας τρόπος για να παραμένουμε καθηλωμένοι στο υπάρχον.
ΙΙΙ. Επίλογος
Στο βάθος κάθε βίας αχνοφέγγει το Άουσβιτς, η έσχατη βία. Και όποιος κατασκευάζει εξ επαγγέλματος στρατόπεδα (εθνικά, ταξικά, ιδεολογικά κ.ά.) χωρίς γέφυρες, όποιος σπέρνει απόλυτους διαχωρισμούς, πρέπει να ’ναι έτοιμος να θερίσει συρματοπλέγματα. Δεν γεννά η διαφορά το μίσος, όπως πίστευε ο Σταντάλ, αλλά η δογματική, μανιχαϊκή δαιμονοποίησή της.
Θανασης Πολλατος
 http://politikiviadiapyron.wordpress.com/2010/10/11/pollatos/?csspreview=true